ἀλλᾶντος

ἀλλᾶντος
ἀλλᾶς
force-meat
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλλαντος — (allantus). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τενθρηδονιδών. Ζουν πάνω στα φύλλα διαφόρων φυτών. Οι προνύμφες τους, που φτάνουν σε μήκος τα 2 έως 3 εκ., προσβάλλουν τα φυτά τρώγοντας τα φύλλα. Τα τέλεια έντομα έχουν αρκετά μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοειδής — ες (Α ἀλλαντοειδής) αυτός που έχει σχήμα αλλάντος, λουκάνικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ειδὴς < εἴδος] …   Dictionary of Greek

  • προστέμνω — Α 1. κόβω επίσης 2. φρ. «ἀλλᾱντος προστετμημένον» ένα κομμάτι λουκάνικο επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τέμνω «κόβω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”